πανδημίας

πανδημίας
πανδημίᾱς , πανδημία
the whole people
fem acc pl
πανδημίᾱς , πανδημία
the whole people
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πανδημικός — ή, ό αυτός που έχει την μορφή ή τον χαρακτήρα πανδημίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πανδημία. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Καιροί] …   Dictionary of Greek

  • πανώλη — Οξεία λοιμώδης νόσος που προκαλείται από την παστερέλα της πανώλους (pasteurela pestiv), ένα κοκκοβακτηρίδιο το οποίο προκαλεί συνήθως επιζωοτίες σε μερικά είδη ποντικών· η νόσος μεταδίδεται στον άνθρωπο από τους ποντικούς όταν οι ψύλλοι, που… …   Dictionary of Greek

  • πανδημικός — ή, ό αυτός που έχει την έκταση και τη μορφή της πανδημίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”